λινάρι

λινάρι
Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου φύονται. Η ρίζα του λ. είναι πασσαλώδης και επιμήκης, το στέλεχος ευθυτενές, απλό ή ελαφρώς διακλαδιζόμενο, με γραμμοειδή και άμισχα φύλλα, που πέφτουν βαθμιαία καθώς το φυτό ωριμάζει. Τα άνθη είναι κυανά ή λευκά, φέρουν πέντε πέταλα και σχηματίζουν επάκριους κορύμβους. Ο καρπός είναι σφαιρική κάψα και περιέχει τα σπέρματα, που είναι γυαλιστερά, ωοειδή, πεπιεσμένα και καφεκίτρινα· το εξωτερικό τους στρώμα είναι ιξώδες και διογκώνεται ιδιαίτερα στο νερό. Κάποια είδη λ. καλλιεργούνται ευρύτατα για τις κλωστικές ίνες που εξάγονται από τον φλοιό τους και για το έλαιο που προέρχεται από τα σπέρματά τους. Οι ποικιλίες που προορίζονται για παραγωγή ινών καλλιεργούνται σε περιοχές της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης με θερμό και υγρό κλίμα, ενώ οι ελαιοπαραγωγικές ποικιλίες καλλιεργούνται σε περιοχές της Ευρώπης, της νότιας Ασίας και της βόρειας Αφρικής με πιο θερμό και ξηρό κλίμα. Το σημαντικότερο είδος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή κλωστικών ινών και ελαίου είναι το Linum usitatissimum. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό από την ομηρική εποχή ως κλωστικό φυτό με την ονομασία λίνον ή λίνα. Πιθανολογείται ότι εισαγόταν από την Αίγυπτο και την Κολχίδα, όπου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπήρχε αποκλειστική καλλιέργεια και το χρησιμοποιούσαν στην πλεκτική (για παράδειγμα, για την κατασκευή των πλεκτών θωράκων) και στην υφαντουργία. Εικάζεται ότι στον ελλαδικό χώρο η καλλιέργειά του ξεκίνησε μετά την εποχή του Ηρόδοτου (5ος αι. π.Χ.), καθώς η πρώτη μαρτυρία είναι εκείνη του Θεόφραστου (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.), ο οποίος το αναφέρει ως καλλιεργούμενο στη χώρα. Σήμερα καλλιεργείται σε πολύ περιορισμένη κλίμακα. Ανάλογα με την ποικιλία, για παραγωγή ινών ή σπόρων, διαφέρουν η περίοδος της συλλογής και ο τρόπος καλλιέργειας. Οι ποικιλίες για παραγωγή ινών συλλέγονται με ξερίζωμα πριν από την ωρίμανση των σπόρων, ώστε να αποφευχθεί μια υπερβολική ξυλοποίηση, που θα ζημίωνε τη λεπτότητα και την ευλυγισία των ινών. Αντίθετα, οι ποικιλίες για παραγωγή σπόρων συλλέγονται μετά την πλήρη ωρίμανσή τους. Από τον λιναρόσπορο εξάγεται ένα έλαιο, που είναι γνωστό ως λινέλαιο. Αυτό, επειδή έχει το χαρακτηριστικό να ξεραίνεται, χρησιμοποιείται στην παρασκευή μελανιών, ελαιοχρωμάτων καθώς και σε άλλες βιομηχανικές χρήσεις (λινόλεουμ κ.ά.). Από τον αλευροποιημένο λιναρόσπορο παρασκευάζονται υπακτικά αφεψήματα και μαλακτικά καταπλάσματα. Επίσης, ο ψημένος λιναρόσπορος χρησιμοποιείται ως εξωτερικό φάρμακο σε φλεγμονές. Μετά την εξαγωγή του λινελαίου από τα σπέρματα απομένει ο λινοπλακούς ή λινόπιτα, ο οποίος αποτελεί άριστη κτηνοτροφή. Στην Ελλάδα αυτοφύονται περίπου 22 είδη λ., γνωστά με τις ονομασίες κομψό, θρακικό, της Γυάρου, παράλιο, λευκανθές, αροανικό, σπαθοειδές κ.ά. Στην οικογένεια των λινιδών υπάγονται και άλλα ποώδη φυτά με όρθιους βλαστούς και απλά, άμισχα φύλλα. Επεξεργασία. Οι κλωστικές ίνες, οι οποίες επίσης ονομάζονται λ., είναι οι ίνες του περιβλήματος του στελέχους και ανήκουν στην κατηγορία των ινών φλοιού, δηλαδή το λ. είναι κυτταρίνη. Σήμερα το λ. χρησιμοποιείται για τη δημιουργία δαντελών, λεπτών λινών υφασμάτων και υφασμάτων υψηλής ποιότητας. Η δημιουργία και το εμπόριο των λινών είναι, σχεδόν ολοκληρωτικά, συγκεντρωμένα στη δυτική Ευρώπη. Γενικά, η συλλογή του λ. διενεργείται τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο. Στο ίδιο κτήμα δεν πρέπει να καλλιεργηθεί λ. πριν από την πάροδο 5-7 ετών, γιατί πρόκειται για φυτό πολύ εξαντλητικό. Τα ξεριζωμένα στελέχη του λ. συσκευάζονται σε δέματα και τοποθετούνται στο νερό προκειμένου να διαλυθούν με ζύμωση οι πηκτικές ύλες και να αποχωριστούν οι δέσμες των ινών από το ξυλώδες μέρος του φυτού. Οι καλής ποιότητας ίνες έχουν λευκό αργυρόχρωμο χρώμα, ενώ οι κατώτερης ποιότητας κοκκινόξανθο. Η ίνα του λ. είναι ανθεκτική στις προσβολές των μικροοργανισμών και μπορεί να αποχρωματισθεί, αλλά η λεύκανσή της είναι ιδιαίτερα δαπανηρή. Η καλή ποιότητα του λινού χαρακτηρίζεται από ανοικτό κιτρινωπό χρώμα, φυσική λάμψη και ελαστικότητα. Οι ινώδεις δεσμίδες του λ., μήκους 50-90 εκ., που αποχωρίζονται με το μούλιασμα, μετατρέπονται στο νηματουργείο σε ισχυρό και ανθεκτικό νήμα. Πριν μεταβούν στο στάδιο του λαναρίσματος, οι δέσμες των ινών βραχύνονται από μια μηχανή, η οποία αποτελείται από τροχό εφοδιασμένο με μεταλλικά δόντια. Το λαναριστήριο παραλληλίζει τις ίνες, ξεχωρίζοντας τις πιο κοντές, και απομακρύνει τις ελάχιστες ξένες ύλες που ενδεχομένως εξακολουθούν να υπάρχουν. Έπειτα η συσκευή εφελκυσμού κατασκευάζει το φιτίλι για την κλώση. Η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται αφού οι ίνες βραχούν, προκειμένου να γλιστρούν μεταξύ τους. Το νήμα, υγρό ακόμα, συγκεντρώνεται σε κουβάρια που στεγνώνουν σε ειδικά στεγνωτήρια σε θερμοκρασία 80-90°C. Τότε το νήμα είναι έτοιμο για ύφανση. άγριο λ. Πρόκειται για διετή ή πολυετή πόα, με πολλούς βλαστούς, ύψους 20-60 εκ. Η επιστημονική ονομασία του είναι λ. το στενόφυλλο. Φέρει κατ’ εναλλαγή γραμμοειδή και λογχοειδή φύλλα, με 1-3 νευρώσεις. Τα άνθη του είναι ανοιχτού μπλε χρώματος, σε αραιή φόβη, και ο καρπός του σφαιρική κάψα. Φύεται σε βοσκότοπους, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, καθώς και στη βόρεια Αφρική. Ένα άλλο είδος άγριου λ. ονομάζεται επιστημονικά λ. το λιβουρνικό και είναι μονοετής πόα, με διακλαδισμένους και λείους βλαστούς, ύψους 10-40 εκ. Φέρει λογχοειδή ή ωοειδή φύλλα, με ένα νεύρο. Τα άνθη του είναι μικρά και ο καρπός του σφαιρική κάψα. Φύεται σε καλλιεργημένες αλλά και χέρσες εκτάσεις σε όλη την Ελλάδα. Ένα τρίτο είδος που ονομάζεται άγριο λ. στην πραγματικότητα ανήκει σε άλλη οικογένεια, αυτή των ρανουγκουλιδών. Βλ. λ. δελφίνιο. Φυτό λιναριού με λεπτομέρειες καρπού (Α, Β) και σπόρου (Γ). Τα άνθη του λιναριού σχηματίζουν ταξιανθίες παρόμοιες με κορύμβους.
* * *
το (AM λινάριον, Μ και λινάρι) [λίνον]
νεοελλ.-μσν.
1. ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού λίνο το χρησιμότατο, τού οποίου οι ίνες και οι σπόροι χρησιμοποιούνται στην υφαντουργική, στη βαφική και στη φαρμακευτική
2. οι ίνες τού φυτού αυτού
μσν.
λινό ύφασμα, λινό ρούχο
μσν.-αρχ.
1. λινή κλωστή
2. (γενικά) κλωστή
3. δίχτυ
αρχ.
υποκορ. τού λίνον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λινάρι — το ιού, το φυτό λίνο οι ίνες του οποίου χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη στην υφαντουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • ωμόλινο — το / ὠμόλινον, ΝΑ 1. ακατέργαστο λινάρι 2. (κατ επέκτ.) τραχύ ύφασμα κατασκευασμένο από ακατέργαστο λινάρι αρχ. σάκος από λινό ύφασμα για την μεταφορά λαχανικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + λίνον «λινάρι»] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • αμοργίς — ἀμοργὶς ( ίδος), η (Α) [Ἀμοργός] 1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό 2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) τής μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.… …   Dictionary of Greek

  • βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • λευκόλινον — λευκόλινον, τὸ (Α) λευκό λινάρι που χρησίμευε για κατασκευή σχοινιών και ξαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + λίνον «λινάρι»] …   Dictionary of Greek

  • λινικός — λινικός, ή, όν (Α) [λίνον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λινάρι 2. το θηλ. ἡ λινική φόρος για το λινάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”